σκράπα

σκράπα
η
(λ. βενετ.), που δεν ξέρει τίποτε ή δεν καταλαβαίνει κάτι: Είναι σκράπα στα μαθηματικά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σκράπας — ο, και σκράπα, η, Ν 1. άτομο που δεν ξέρει τίποτε, ο τελείως αδαής 2. κακός μαθητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκραπ «τίποτε», κατά τα αρσ. σε ας] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”